- κοριάζω
- (I)[κόρα](για σπυρί ή τραύμα) κάνω πέτσα, σχηματίζω εσχάρα, κρούστα, κόρα.————————(II)[κοριός]γεμίζω κοριούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοριάζω — κόριασα, κοριασμένος,1. κάνω κόρα, κάνω πέτσα: Κόριασε το σπυρί. 2. γεμίζω κοριούς: Κόριασε το κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρκαδιάζω — [κάρκαδο] (για πληγή, τραύμα) σχηματίζω κάρκαδο ή κάκαδο, κοριάζω, αρχίζω να κλείνω, επουλώνομαι … Dictionary of Greek
κορίζω — (I) κορίζω (Α) [κόρις] γεμίζω κοριούς, κοριάζω. (II) κορίζω (Α) πάπ. 1. σκουπίζω, σαρώνω 2. κοσκινίζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
ξεκοριάζω — 1. καθαρίζω κάτι ή από κάπου τους κοριούς 2. απαλλάσσομαι από τους κοριούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοριάζω (< κοριός)] … Dictionary of Greek